Από μικρή τής άρεσε, μες στην κουζίνα μόνη
τις ώρες να σκοτώνει
με τη μαγειρική,
και πέφτανε τα δάκρυα θυμώντας τη ζωή της
και δίναν στο φαΐ της
μια γεύση μαγική.
Κύμινο, μοσχοκάρυδο και κόκκινο πιπέρι,
ποτέ δεν είχε ταίρι
ν’ αλλάξει μιαν ευχή,
να χαμηλώσεις τη φωτιά μετά την πρώτη βράση,
να γίνονταν η πλάση
ξανά απ’ την αρχή.
Ψιλοκομμένος μαϊντανός, και σκόρδο μια σκελίδα,
να ‘φεγγε μιαν ελπίδα
στα μάτια τα μελιά,
και προς το τέλος πρόσθεσε ένα ποτήρι λάδι,
να ‘νιωθε ένα χάδι
μια μέρα στα μαλλιά.
Μια νύχτα έπιασε φωτιά μέσα στο μαγερειό της,
που `κανε το φευγιό της
να μοιάζει με γιορτή,
τέτοια που γύρω φύτρωσαν άσπρα του γάμου κρίνα,
ολόιδια με κείνα
που είχε ονειρευτεί.
Πόσες καρδιές που γίνανε αναλαμπή κι αθάλη,
μας κάμανε μεγάλη
κάποια μικρή στιγμή,
κι αθόρυβα διαβήκανε απ’ της ζωής την άκρη,
χωρίς ν’ αφήσει δάκρυ
σε μάγουλο γραμμή
|
Apó mikrí tís árese, mes stin kuzína móni
tis óres na skotóni
me ti magirikí,
ke péftane ta dákria thimóntas ti zoí tis
ke dínan sto faΐ tis
mia gefsi magikí.
Kímino, moschokárido ke kókkino pipéri,
poté den iche teri
n’ alláksi mian efchí,
na chamilósis ti fotiá metá tin próti vrási,
na ginontan i plási
ksaná ap’ tin archí.
Psilokomménos maintanós, ke skórdo mia skelída,
na ‘fenge mian elpída
sta mátia ta meliá,
ke pros to télos prósthese éna potíri ládi,
na ‘niothe éna chádi
mia méra sta malliá.
Mia níchta épiase fotiá mésa sto magerió tis,
pu `kane to fevgió tis
na miázi me giortí,
tétia pu giro fítrosan áspra tu gámu krína,
olóidia me kina
pu iche onirefti.
Póses kardiés pu ginane analabí ki atháli,
mas kámane megáli
kápia mikrí stigmí,
ki athóriva diavíkane ap’ tis zoís tin ákri,
chorís n’ afísi dákri
se mágulo grammí
|