Άνοιξ’ η πόρτα και μπήκε σαν δεσμίδα προβολέα
ήρθε κοντά μου, φορούσε ένα ξεβαμμένο μπλουτζινάκι
με το πουκάμισο σφιγμένο στη κοιλιά.
Άναψε ένα τσιγαράκι, κέρασε κι εμένα,
εγώ δεν είχα φράγκο να κεράσω, της έδωσα να πιει
από μια μπύρα που έπινα εγώ, εγώ και άλλοι τρεις.
Σήκωσε το μπουκάλι τη ρούφηξε όλη
και μου ‘πε στ’ αυτί ψιθυριστά:
“Αράμπα γκάνι κιου κε σόνι γκάρντ εν “.
Ρώτησα αδιάφορα “πώς παν τα κέφια,
πώς από δω και μας θυμήθηκες γλυκιά μου;”
Χαμογελούσε και μ’αγκάλιαζε σφιχτά
κι από τις τσέπες μου μου πήρε τα κλειδιά μου.
Μου ‘πε να `ρθει να κοιμηθεί στο αυτοκίνητό μου
σκέφτηκα, βρήκα τρόπο ν’ αντιδράσω,
δεν ήθελα να γίνω βαθμοφόρος και είπα:
“Είμαι εγώ, εγώ και άλλοι τρεις”.
Σήκωσε το κεφάλι, μου κλείνει το μάτι
και μου ‘πε στ’ αυτί ψιθυριστά:
“Εγώ, εσύ κι οι τρεις οι φίλοι σου
όλοι μαζί να τραγουδήσουμε με μια φωνή:
“Αράμπα γκάνι κιου κε σόνι γκάρντ εν “.
|
Άniks’ i pórta ke bíke san desmída provoléa
írthe kontá mu, foruse éna ksevamméno blutzináki
me to pukámiso sfigméno sti kiliá.
Άnapse éna tsigaráki, kérase ki eména,
egó den icha frágko na keráso, tis édosa na pii
apó mia bíra pu épina egó, egó ke álli tris.
Síkose to bukáli ti rufikse óli
ke mu ‘pe st’ aftí psithiristá:
“Arába gkáni kiu ke sóni gkárnt en “.
Rótisa adiáfora “pós pan ta kéfia,
pós apó do ke mas thimíthikes glikiá mu;”
Chamogeluse ke m’agkáliaze sfichtá
ki apó tis tsépes mu mu píre ta klidiá mu.
Mu ‘pe na `rthi na kimithi sto aftokínitó mu
skéftika, vríka trópo n’ antidráso,
den íthela na gino vathmofóros ke ipa:
“Ime egó, egó ke álli tris”.
Síkose to kefáli, mu klini to máti
ke mu ‘pe st’ aftí psithiristá:
“Egó, esí ki i tris i fíli su
óli mazí na tragudísume me mia foní:
“Arába gkáni kiu ke sóni gkárnt en “.
|