Θαλασσοκαφενές ρημάδι
εκεί στο ντόκο, στη γωνιά.
Κίτρινα φώτα κάθε βράδυ,
άνθρωποι μόνοι, στο σημάδι,
βρισιές, καπνός και παγωνιά.
Σαν στεριανό στέκει ναυάγιο
δίχως ψυχή, χωρίς κουράγιο.
Πλοίο δεμένο στο μουράγιο,
σάπιο σκαρί, ψάχνει καρνάγιο.
Θαλασσοκαφενές κουφάρι
απ’ της αρμύρας την οργή.
Μόνη παρέα του οι γλάροι,
αχ! να μπορούσε να σαλπάρει
σαν τα καράβια μιαν αυγή.
|
Thalassokafenés rimádi
eki sto ntóko, sti goniá.
Kítrina fóta káthe vrádi,
ánthropi móni, sto simádi,
vrisiés, kapnós ke pagoniá.
San sterianó stéki nafágio
díchos psichí, chorís kurágio.
Plio deméno sto murágio,
sápio skarí, psáchni karnágio.
Thalassokafenés kufári
ap’ tis armíras tin orgí.
Móni paréa tu i glári,
ach! na boruse na salpári
san ta karávia mian avgí.
|