Ναυαγισμένο χλομό αστέρι,
νύχτα σφαγμένο στο καρτέρι.
Λυπημένο το φεγγάρι
κρύφτηκε από ντροπή,
το χλομό το παλικάρι
χάθηκε μες στη σιωπή.
Σε κλαιν τα μάθια μου!
Χρόνια και χρόνια μες στο σκοτάδι
σκάψε και σκάψε για φως στον Άδη.
Στου ντουνιά τα σταυροδρόμια
μοίραζες ζεστό ψωμί,
κρίνα φύτευες και βιόλες
να γλυκάνεις τη ζωή.
Της Κρήτης σταυραϊτέ!
Τώρα τα μάθια ποιος θα σου κλείσει
που ήσαν δυο ήλιοι, στη δίψα βρύση;
Σε προσμένουνε τα στέκια,
σε ζητούν οι γειτονιές,
μαύρο φόρεσεν η Κρήτη
και θρηνούν οι κοπελιές.
Μάνωλη, αδελφέ!
|
Nafagisméno chlomó astéri,
níchta sfagméno sto kartéri.
Lipiméno to fengári
kríftike apó ntropí,
to chlomó to palikári
cháthike mes sti siopí.
Se klen ta máthia mu!
Chrónia ke chrónia mes sto skotádi
skápse ke skápse gia fos ston Άdi.
Stu ntuniá ta stavrodrómia
mirazes zestó psomí,
krína fíteves ke vióles
na glikánis ti zoí.
Tis Krítis stavraité!
Tóra ta máthia pios tha su klisi
pu ísan dio ílii, sti dípsa vrísi;
Se prosménune ta stékia,
se zitun i gitoniés,
mavro fóresen i Kríti
ke thrinun i kopeliés.
Mánoli, adelfé!
|