Σαράντα δυο κομμάτια
έκανες την καρδιά μου,
τσαχπίνα μου γλυκιά,
και μ’ έχεις ξετρελάνει,
σκλάβο σου μ’ έχεις κάνει
και δεν αντέχω πια.
Αυτή η ομορφιά σου,
η τόση τσαχπινιά σου
μου πήραν το μυαλό,
θύμα σου μ’ έχεις κάνει.
Πού βρήκες το βοτάνι
και μου ‘δωσες να πιω;
Αν δε σε δω μια μέρα
ο νους μου κάνει πέρα
από τη λογική,
κοίτα καλά, μικρό μου,
μην χάσω το μυαλό μου
και μπω στη φυλακή.
|
Saránta dio kommátia
ékanes tin kardiá mu,
tsachpína mu glikiá,
ke m’ échis ksetreláni,
sklávo su m’ échis káni
ke den antécho pia.
Aftí i omorfiá su,
i tósi tsachpiniá su
mu píran to mialó,
thíma su m’ échis káni.
Pu vríkes to votáni
ke mu ‘doses na pio;
An de se do mia méra
o nus mu káni péra
apó ti logikí,
kita kalá, mikró mu,
min cháso to mialó mu
ke bo sti filakí.
|