Χρόνια καρτερούσα τη ζωή μου να φωτίσω,
έφευγε ο καιρός μου σαν ποτάμι σκοτεινό.
Είπα να σταθώ στη στράτα σου να σου μιλήσω,
έπιασαν τα χείλη μου χαρούμενο σκοπό.
Θύμιζε τραγούδι η φωνή σου,
έσταζαν τα χείλη σου δροσιά,
μύριζε λουλούδι το κορμί σου
και στην πρώτη αφορμή σου
ήπια τη δροσιά απ’ το φιλί σου,
έχασα απ’ τα μάτια μου το φως,
έγινε ανάσα μου η πνοή σου,
ξέχασε το μέτρημα ο καιρός.
Χάθηκες μια νύχτα σαν σκιά μες στα σκοτάδια,
έγιναν οι μέρες πικραμένη συννεφιά.
Γέρασ’ ο καιρός τα κουρασμένα μου τα βράδια,
έγινε η ελπίδα μου αλύπητη ψευτιά.
|
Chrónia karterusa ti zoí mu na fotíso,
éfevge o kerós mu san potámi skotinó.
Ipa na stathó sti stráta su na su milíso,
épiasan ta chili mu charumeno skopó.
Thímize tragudi i foní su,
éstazan ta chili su drosiá,
mírize luludi to kormí su
ke stin próti aformí su
ípia ti drosiá ap’ to filí su,
échasa ap’ ta mátia mu to fos,
égine anása mu i pnoí su,
kséchase to métrima o kerós.
Cháthikes mia níchta san skiá mes sta skotádia,
éginan i méres pikraméni sinnefiá.
Geras’ o kerós ta kurasména mu ta vrádia,
égine i elpída mu alípiti pseftiá.
|