Ώ! Μέγα Δία και συντροφία
αβάσταχτη είναι η δυστυχία
να ‘χεις γι’ αφέντη ένα μουρλό,
κι είν’ ασυγχώρητη βλακεία
να του ‘χεις λίγη αδυναμία
και να του λες τ’ είναι σωστό.
Μα έχω να κάνω με χαϊβάνι
άλλα του λέω κι άλλα κάνει,
άλλα του λέω κι άλλα κάνει,
πάει κατ’ ευθείαν στο στραβό.
Έτσι με την καλή καρδιά μου
βρίσκω συνέχεια το μπελά μου
αχ ριζικό μου δουλικό,
κάθε πρωί ξυπνάει με φούρια
και με μια έμπνευση καινούργια
μες στο λοξό του το μυαλό.
Σήμερα τρέχει από τις έξη
καλά καλά δεν είχε φέξει
πίσω από ‘ναν άνθρωπο τυφλό,
πίσω από ‘ναν άνθρωπο τυφλό.
Μπρος ο τυφλός και πίσω ο αφέντης
και παραπίσω τους εγώ.
Και σας ρωτώ για ποιαν αιτία
εμείς με όρασιν αρτία
να `χουμ’ αόμματο οδηγό,
μα ως εδώ και μη παρέκει
άραξα εδώ σ’ αυτό το στέκι
και ρούπι πια δεν το κουνώ,
και ρούπι πια δεν το κουνώ,
και ρούπι πια δεν το κουνώ.
|
Ώ! Méga Día ke sintrofía
avástachti ine i distichía
na ‘chis gi’ afénti éna murló,
ki in’ asigchóriti vlakia
na tu ‘chis lígi adinamía
ke na tu les t’ ine sostó.
Ma écho na káno me chaiváni
álla tu léo ki álla káni,
álla tu léo ki álla káni,
pái kat’ efthian sto stravó.
Έtsi me tin kalí kardiá mu
vrísko sinéchia to belá mu
ach rizikó mu dulikó,
káthe pri ksipnái me furia
ke me mia ébnefsi kenurgia
mes sto loksó tu to mialó.
Símera tréchi apó tis éksi
kalá kalá den iche féksi
píso apó ‘nan ánthropo tifló,
píso apó ‘nan ánthropo tifló.
Bros o tiflós ke píso o aféntis
ke parapíso tus egó.
Ke sas rotó gia pian etía
emis me órasin artía
na `chum’ aómmato odigó,
ma os edó ke mi paréki
áraksa edó s’ aftó to stéki
ke rupi pia den to kunó,
ke rupi pia den to kunó,
ke rupi pia den to kunó.
|