Σ’ ένα δωμάτιο όλη μέρα στην Αθήνα,
ανοιγοκλείνοντας το στόρι αλλάζω διάθεση.
Έχει τελειώσει ο καφές πριν ένα μήνα,
και κάποιοι φίλοι μου χαλάνε την παράσταση.
Σε μια βαλίτσα έχω ρούχα πεταμένα
κι από τη σκόνη δεν κυλιέμαι πια στο πάτωμα.
Σπίτι δεν έχω για να “μπω”μέσα σε σένα,
και για υπάλληλος μου λείπει το παράστημα.
Πέσαν οι τοίχοι και κρεμιέμαι απ’ το ταβάνι,
κι οι συγγενείς μου με ρωτάν για πού τραβάω.
Αυτά που λέω τα `χουν δέσει στο ντιβάνι
σαν τους τρελούς μην τύχει και μαζί τους πάω.
Φεύγει η μέρα κι ότι έχει απομείνει,
το ίδιο βράδυ μέσα στο φτωχό μυαλό μου,
είναι ό,τι ξέπεσε απ’τη νύχτα που μ’ αφήνει
χωρίς να νοιάζεται αν σ’ έχω στο πλευρό μου
|
S’ éna domátio óli méra stin Athína,
anigoklinontas to stóri allázo diáthesi.
Έchi teliósi o kafés prin éna mína,
ke kápii fíli mu chaláne tin parástasi.
Se mia valítsa écho rucha petaména
ki apó ti skóni den kiliéme pia sto pátoma.
Spíti den écho gia na “bo”mésa se séna,
ke gia ipállilos mu lipi to parástima.
Pésan i tichi ke kremiéme ap’ to taváni,
ki i singenis mu me rotán gia pu traváo.
Aftá pu léo ta `chun dési sto ntiváni
san tus trelus min tíchi ke mazí tus páo.
Fevgi i méra ki óti échi apomini,
to ídio vrádi mésa sto ftochó mialó mu,
ine ó,ti ksépese ap’ti níchta pu m’ afíni
chorís na niázete an s’ écho sto plevró mu
|