Ετούτο το κορμάκι σου, το χαϊδολογημένο
μονάχα από του μελτεμιού το πείσμα τ’ αγριεμένο
φουντώνω από τα νιάτα μου και ερωτοχτυπιέμαι
μακριά σου, αρμενάκι μου, σιωπώ κι αποτραβιέμαι.
Γιατί στην άσπρη θάλασσα ορκίστηκες να ζήσεις
την τελευταία της φωτιάς σπίθα μέχρι να σβήσεις
κι εγώ που σε αγάπησα σκληρά σε απαρνιέμαι
μακριά σου, αρμενάκι μου, σιωπώ κι αποτραβιέμαι.
|
Etuto to kormáki su, to chaidologiméno
monácha apó tu meltemiu to pisma t’ agrieméno
funtóno apó ta niáta mu ke erotochtipiéme
makriá su, armenáki mu, siopó ki apotraviéme.
Giatí stin áspri thálassa orkístikes na zísis
tin teleftea tis fotiás spítha méchri na svísis
ki egó pu se agápisa sklirá se aparniéme
makriá su, armenáki mu, siopó ki apotraviéme.
|