Σαββατόβραδο γυρνούσα,
βράδυ χειμωνιάτικο
και γλυκά σου κουβαλούσα
με το βδομαδιάτικο.
Έφυγες και δε γυρίζεις,
μου ‘πε μια γειτόνισσα
και φαρμάκια έχουν γίνει
τα γλυκά που ψώνισα,
και φαρμάκια έχουν γίνει
τα γλυκά που ψώνισα.
Εβιαζόμουνα να φτάσω
στο φτωχό σπιτάκι μου,
δυο γλυκά να σε κεράσω
μ’ όλη την αγάπη μου.
Έφυγες και δε γυρίζεις,
μου ‘πε μια γειτόνισσα
και φαρμάκια έχουν γίνει
τα γλυκά που ψώνισα,
και φαρμάκια έχουν γίνει
τα γλυκά που ψώνισα.
Μοναχός, ώσπου να φέξει,
στα σκαλιά μας κάθισα
και να βρω τι σου ‘χω φταίξει,
άδικα προσπάθησα.
Έφυγες και δε γυρίζεις,
μου ‘πε μια γειτόνισσα
και φαρμάκια έχουν γίνει
τα γλυκά που ψώνισα,
και φαρμάκια έχουν γίνει
τα γλυκά που ψώνισα.
|
Savvatóvrado girnusa,
vrádi chimoniátiko
ke gliká su kuvalusa
me to vdomadiátiko.
Έfiges ke de girízis,
mu ‘pe mia gitónissa
ke farmákia échun gini
ta gliká pu psónisa,
ke farmákia échun gini
ta gliká pu psónisa.
Eviazómuna na ftáso
sto ftochó spitáki mu,
dio gliká na se keráso
m’ óli tin agápi mu.
Έfiges ke de girízis,
mu ‘pe mia gitónissa
ke farmákia échun gini
ta gliká pu psónisa,
ke farmákia échun gini
ta gliká pu psónisa.
Monachós, óspu na féksi,
sta skaliá mas káthisa
ke na vro ti su ‘cho fteksi,
ádika prospáthisa.
Έfiges ke de girízis,
mu ‘pe mia gitónissa
ke farmákia échun gini
ta gliká pu psónisa,
ke farmákia échun gini
ta gliká pu psónisa.
|