Μια ιστορία θα σας πω και σοβαρή κι αστεία,
ήτανε πριν τον 20ό, το λεν και τα βιβλία:
Μες στην Αθήνα την παλιά, με τις μικρές πλατείες,
με κουτσαβάκια γέμιζαν δρόμοι και συνοικίες.
Το μισό σακάκι κρέμαγαν στον ώμο
και μες στο ζωνάρι γκάμα κοφτερή.
Ψευτοασικλίκι πούλαγαν στο δρόμο
και τρομοκρατία, Πλάκα και Ψυρρή.
Δική τους βγάζαν συνταγή, δικό τους και φιρμάνι
κι απ’ τις οχτώ την Κυριακή σχόλαγε το σεργιάνι.
Καβγάδες μες στις γειτονιές και οι βρισιές χαλάζι,
μπαρμπούτι βράδυ στις γωνιές κι ο νόμος ας φωνάζει.
Κύλαγαν τα ζάρια πάνω στην κουβέρτα
και το σπαρματσέτο πέταγε το φως.
Κι οι χοντρές μπακίρες, πήγαιναν αβέρτα,
δεκαπέντε πίσω κι άλλες τόσες μπρος.
Μα ξάφνου το ’98 και στο σκληρό το μήνα
αλλάζει πια το σκηνικό σε όλη την Αθήνα:
Ο Μπαϊρακτάρης διαφεντής και δέκα πολιτσμάνοι
με το αστέρι της αυγής βγαίνανε στο παγάνι.
Άναβε η ψαλίδα μες στο καρακόλι
και στα κουτσαβάκια έπεφτε νταμπλάς:
Με μισό μανίκι στο σακάκι όλοι,
πάει και τ’ ασικλίκι πάει κι ο τσαμπουκάς.
|
Mia istoría tha sas po ke sovarí ki astia,
ítane prin ton 20ó, to len ke ta vivlía:
Mes stin Athína tin paliá, me tis mikrés platies,
me kutsavákia gémizan drómi ke sinikíes.
To misó sakáki krémagan ston ómo
ke mes sto zonári gkáma kofterí.
Pseftoasiklíki pulagan sto drómo
ke tromokratía, Pláka ke Psirrí.
Dikí tus vgázan sintagí, dikó tus ke firmáni
ki ap’ tis ochtó tin Kiriakí schólage to sergiáni.
Kavgádes mes stis gitoniés ke i vrisiés chalázi,
barbuti vrádi stis goniés ki o nómos as fonázi.
Kílagan ta zária páno stin kuvérta
ke to sparmatséto pétage to fos.
Ki i chontrés bakíres, pígenan avérta,
dekapénte píso ki álles tóses bros.
Ma ksáfnu to ’98 ke sto skliró to mína
allázi pia to skinikó se óli tin Athína:
O Bairaktáris diafentís ke déka politsmáni
me to astéri tis avgís vgenane sto pagáni.
Άnave i psalída mes sto karakóli
ke sta kutsavákia épefte ntablás:
Me misó maníki sto sakáki óli,
pái ke t’ asiklíki pái ki o tsabukás.
|