Έχω πικρό παράπονο από την κοινωνία
κατατρεγμένος και φτωχός,
σκληρά παλεύω μοναχός
με πόνο κι αγωνία.
Τα πικραμένα χείλη μου
ο πόνος τα στεγνώνει,
σαν να ‘ναι δηλητήριο
τα σπλάχνα μου τα λιώνει.
Θλιμμένος συλλογίζομαι την άχαρη ζωή μου,
φαρμάκια, δάκρυα και καημοί,
χιλιάδες “αχ!” και στεναγμοί
πληγώνουν το κορμί μου.
Τα πικραμένα χείλη μου
ο πόνος τα στεγνώνει,
σαν να ‘ναι δηλητήριο
τα σπλάχνα μου τα λιώνει.
Μια μέρα δεν εγέλασαν τα χείλη μου κι εμένα,
ποτέ δε γνώρισα χαρές,
με κυνηγούν οι συμφορές
και ζω δυστυχισμένα.
Τα πικραμένα χείλη μου
ο πόνος τα στεγνώνει,
σαν να `ναι δηλητήριο
τα σπλάχνα μου τα λιώνει.
|
Έcho pikró parápono apó tin kinonía
katatregménos ke ftochós,
sklirá palevo monachós
me póno ki agonía.
Ta pikraména chili mu
o pónos ta stegnóni,
san na ‘ne dilitírio
ta spláchna mu ta lióni.
Thlimménos sillogizome tin áchari zoí mu,
farmákia, dákria ke kaimi,
chiliádes “ach!” ke stenagmi
pligónun to kormí mu.
Ta pikraména chili mu
o pónos ta stegnóni,
san na ‘ne dilitírio
ta spláchna mu ta lióni.
Mia méra den egélasan ta chili mu ki eména,
poté de gnórisa charés,
me kinigun i simforés
ke zo distichisména.
Ta pikraména chili mu
o pónos ta stegnóni,
san na `ne dilitírio
ta spláchna mu ta lióni.
|