Το αγόρι βγαίνει στα στενά
στα μάτια του μια παγωμένη λίμνη
μια φυλακή η γειτονιά
και πάνω του μεθυσμένη η σελήνη.
Στις φεγγαρόλουστες αυλές τι μοναξιά
μικρό παιδί που χάθηκε στη δίνη
δίχως ελπίδα ουρλιάζουν τα σκυλιά
κι οι φίλοι του σνιφάρουνε βενζίνη.
Δεν έχουν νόημα τα χαμένα παιδιά
ερωτευμένα μες τα πάρκα τριγυρνάνε
μ’ένα βιβλίο του Μπαλζάκ
και μια κονκάρδα των Clash,
ο χρόνος παγώνει, εμείς κυλάμε.
Πικρό ψωμί της εργατιάς
γείτονες βαρετοί, δάσκαλοι κτήνη
γεννοβολάει ο μαχαλάς
κούκλες βουντού από πλαστελίνη.
Κι εκεί στο βάθος, τα χαμένα παιδιά
φορούν κοστούμια νεκρικά, με τρύπιες τσέπες
ράκη από έρωτες, πειρατικά σκουφιά
κι ονειρεύονται λύκους στις στέπες.
Δεν έχουν νόημα τα χαμένα παιδιά
ερωτευμένα μες τα πάρκα τριγυρνάνε
μ’ένα βιβλίο του Μπαλζάκ
και μια κονκάρδα των Clash,
ο χρόνος παγώνει, εμείς κυλάμε.
Όταν είσαι νέος οι συγχύσεις όλες
είναι τόσο ωφέλιμες όσο κι οι αλήθειες.
Κι εγώ που γκρεμίστηκα μέσα στην ίδια μου τη μοίρα
κατευθυνόμουν σαν βολίδα στον μυστικό πυρήνα μου
σ’ένα κόσμο πλούσιο από γεγονότα και συγκινήσεις
γεμάτο πάθος και πνευματική διέγερση.
Ήμουν μια βιογραφία σε διαρκή κίνηση
ένας άνθρωπος που έμεινε για πάντα δέσμιος
της φαντασίωσής του για τον κόσμο.
Όμως ακόμα και σήμερα, κάποιες φορές αργά τη νύχτα
ακούω μέσα στον ύπνο μου τα χαμένα παιδιά
”έι’’ να μου φωνάζουν, μέσα απ’τα βάθη του χρόνου.
|
To agóri vgeni sta stená
sta mátia tu mia pagoméni límni
mia filakí i gitoniá
ke páno tu methisméni i selíni.
Stis fengarólustes avlés ti monaksiá
mikró pedí pu cháthike sti díni
díchos elpída urliázun ta skiliá
ki i fíli tu snifárune venzíni.
Den échun nóima ta chaména pediá
erotevména mes ta párka trigirnáne
m’éna vivlío tu Balzák
ke mia konkárda ton Clash,
o chrónos pagóni, emis kiláme.
Pikró psomí tis ergatiás
gitones vareti, dáskali ktíni
gennovolái o machalás
kukles vuntu apó plastelíni.
Ki eki sto váthos, ta chaména pediá
forun kostumia nekriká, me trípies tsépes
ráki apó érotes, piratiká skufiá
ki onirevonte líkus stis stépes.
Den échun nóima ta chaména pediá
erotevména mes ta párka trigirnáne
m’éna vivlío tu Balzák
ke mia konkárda ton Clash,
o chrónos pagóni, emis kiláme.
Όtan ise néos i sigchísis óles
ine tóso ofélimes óso ki i alíthies.
Ki egó pu gkremístika mésa stin ídia mu ti mira
katefthinómun san volída ston mistikó pirína mu
s’éna kósmo plusio apó gegonóta ke sigkinísis
gemáto páthos ke pnevmatikí diégersi.
Ήmun mia viografía se diarkí kínisi
énas ánthropos pu émine gia pánta désmios
tis fantasíosís tu gia ton kósmo.
Όmos akóma ke símera, kápies forés argá ti níchta
akuo mésa ston ípno mu ta chaména pediá
”éi’’ na mu fonázun, mésa ap’ta váthi tu chrónu.
|