Ταξιδεύω μερόνυχτα
στις ακύμαντες θάλασσες
στις ακτές της μορφίνης.
Το καράβι ναρκώθηκε
η πυξίδα τραυλίζει.
Το κορμί μου ναρκώθηκε
η ψυχή μου τραυλίζει.
Οι πολιτείες πλέουν στην φορμόλη
τα λιμάνια στο χλωροφόρμιο,
τα τρένα σφυρίζουν ακίνητα
στις μεθυσμένες μοτοσικλέτες.
Υπνοφόρα φυτά παραμονεύουν
γυμνά παιδιά στις αγορές των ονείρων.
Αόμματοι, κωφάλαλοι χειρονομούν
στις προκυμαίες, πετροβολούν το πέλαγο
με πεθαμένες λέξεις, μοναξιά.
Βοήθα με φίλε μου να μη νυστάξω,
βοήθα με φίλε μου να μη βουλιάξω.
Ήταν γραμμένο τέτοιο ταξίδι,
ήταν γραμμένος ο γυρισμός.
|
Taksidevo merónichta
stis akímantes thálasses
stis aktés tis morfínis.
To karávi narkóthike
i piksída travlízi.
To kormí mu narkóthike
i psichí mu travlízi.
I polities pléun stin formóli
ta limánia sto chlorofórmio,
ta tréna sfirízun akínita
stis methisménes motosiklétes.
Ipnofóra fitá paramonevun
gimná pediá stis agorés ton oniron.
Aómmati, kofálali chironomun
stis prokimees, petrovolun to pélago
me pethaménes léksis, monaksiá.
Ooítha me fíle mu na mi nistákso,
voítha me fíle mu na mi vuliákso.
Ήtan gramméno tétio taksídi,
ítan gramménos o girismós.
|