Πες μου, χρυσέ μου ταμπουρά,
γιατί αναστενάζεις;
-Σκαμμένο είναι το μέσα μου , το ντέρτι μου βαρύ,
Για τη δική σου την ψυχή αναστενάζω.
Κρέμασαν στο μανίκι μου τα τέλια
και χίλιες γλώσσες μέσα μου λαλούν
έγινα ολόκληρος μια αηδονοφωλιά.
Για τη δική σου την ψυχή αναστενάζω.
Μου δέσανε στο μπράτσο μου μπερντέδες
κι αράξανε σεβντάδες χίλιοι δυο
άλλος κοιμάται κι άλλος φτερουγίζει.
Για τη δική σου την ψυχή αναστενάζω.
-Έλα χρυσέ μου ταμπουρά ,
στην αγκαλιά μου τώρα αποκοιμήσου.
Μου τσάκισες απόψε την καρδιά μου.
Για τη δική σου ψυχή αναστενάζω.
|
Pes mu, chrisé mu taburá,
giatí anastenázis;
-Skamméno ine to mésa mu , to ntérti mu varí,
Gia ti dikí su tin psichí anastenázo.
Krémasan sto maníki mu ta télia
ke chílies glósses mésa mu lalun
égina olókliros mia aidonofoliá.
Gia ti dikí su tin psichí anastenázo.
Mu désane sto brátso mu berntédes
ki aráksane sevntádes chílii dio
állos kimáte ki állos fterugizi.
Gia ti dikí su tin psichí anastenázo.
-Έla chrisé mu taburá ,
stin agkaliá mu tóra apokimísu.
Mu tsákises apópse tin kardiá mu.
Gia ti dikí su psichí anastenázo.
|