Πέρα από όλα τα βουνά
που χρόνια δεν ζυγώνουν,
εκεί που δεν πετούν πουλιά
κι οι θάλασσες τελειώνουν,
ζούσε μια κόρη που ήτανε
στην όψη της αράχνη
μα στην καρδιά της τρυφερή
ρόδο ντυμένο πάχνη.
Τρόμαζε τους περαστικούς,
στο στόμα της φαρμάκι
ύφαινε ιστούς για τους αϊτούς,
στα μάτια της δυο δράκοι.
Μόνο στον ύπνο γλύκαινε
και μέσα στ’ όνειρό της
τον άνεμο είχε φίλο της,
τον ήλιο αδελφό της.
Ήρθε ένας νέος σα στοιχειό
που ο δαίμονας του μοιάζει,
γίνεται ένα γιατρικό
που τις ζωές αλλάζει.
Δίνουν τα χέρια κι έγιναν
τ’ αγκάθια τους στεφάνια
και στο φιλί ημέρεψαν
δυο άγρια ποτάμια.
Έχουν πετάξει μακριά,
σ’ όλη τη γη χαθήκαν
από τον τοίχο πέρασαν
και σ’ άλλο κόσμο βγήκαν
|
Péra apó óla ta vuná
pu chrónia den zigónun,
eki pu den petun puliá
ki i thálasses teliónun,
zuse mia kóri pu ítane
stin ópsi tis aráchni
ma stin kardiá tis triferí
ródo ntiméno páchni.
Trómaze tus perastikus,
sto stóma tis farmáki
ífene istus gia tus aitus,
sta mátia tis dio dráki.
Móno ston ípno glíkene
ke mésa st’ óniró tis
ton ánemo iche fílo tis,
ton ílio adelfó tis.
Ήrthe énas néos sa stichió
pu o demonas tu miázi,
ginete éna giatrikó
pu tis zoés allázi.
Dínun ta chéria ki éginan
t’ agkáthia tus stefánia
ke sto filí imérepsan
dio ágria potámia.
Έchun petáksi makriá,
s’ óli ti gi chathíkan
apó ton ticho pérasan
ke s’ állo kósmo vgíkan
|