Τη μέρα της Πεντηκοστής,
τη νύχτα της γονατιστής
πάν’ οι ψυχές και κάθονται
βουβές στα περιβόλια.
Τρυπώνουν στις κρυφές γωνιές
μαζί με τις αράχνες
και μας κοιτούν αμίλητες
αθώρητες και μόνες.
Τη μέρα της Πεντηκοστής,
τη νύχτα της γονατιστής
πάν’ οι ψυχές και κρέμονται
στα ρούχα και στο φράχτη.
Φωλιάζουν στο καλό κρασί
και στο παλιό πιθάρι
γεμίζουν τις ραγισματιές
κι ανοίγουν τους φεγγίτες.
Τη μέρα της Πεντηκοστής,
τη νύχτα της γονατιστής
μη κόψετε ξερό κλαρί
ούτε χλωρό βλαστάρι.
Μη μάσετε τ’ ασπρόρουχα
και διώξετε τσ’ αράχνες
μην πίνετε γλυκό κρασί
και φοβηθούν και φύγουν.
|
Ti méra tis Pentikostís,
ti níchta tis gonatistís
pán’ i psichés ke káthonte
vuvés sta perivólia.
Tripónun stis krifés goniés
mazí me tis aráchnes
ke mas kitun amílites
athórites ke mónes.
Ti méra tis Pentikostís,
ti níchta tis gonatistís
pán’ i psichés ke krémonte
sta rucha ke sto fráchti.
Foliázun sto kaló krasí
ke sto palió pithári
gemízun tis ragismatiés
ki anigun tus fengites.
Ti méra tis Pentikostís,
ti níchta tis gonatistís
mi kópsete kseró klarí
ute chloró vlastári.
Mi másete t’ asprórucha
ke dióksete ts’ aráchnes
min pínete glikó krasí
ke fovithun ke fígun.
|