Της βροχούλας το νεράκι,
έκανε στη γη αυλάκι
πού να είσαι τέτοια ώρα
που κοιμάται όλη η χώρα
αχ, αχ και τι θα γίνω τώρα;
Ο καημός μ’ έχει τσακίσει
και βαριά έχω αρρωστήσει
και γιατρός αυτή την ώρα
δεν υπάρχει μες στην χώρα
αχ, αχ και τι θα γίνω τώρα;
Εσύ είσαι ο γιατρός μου
την ζωή μου έλα δώσ’ μου
κι αν πεθάνω τέτοια ώρα
ποιος θα κλάψει μες στη μπόρα;
Αχ, αχ και τι θα γίνω τώρα;
|
Tis vrochulas to neráki,
ékane sti gi avláki
pu na ise tétia óra
pu kimáte óli i chóra
ach, ach ke ti tha gino tóra;
O kaimós m’ échi tsakísi
ke variá écho arrostísi
ke giatrós aftí tin óra
den ipárchi mes stin chóra
ach, ach ke ti tha gino tóra;
Esí ise o giatrós mu
tin zoí mu éla dós’ mu
ki an petháno tétia óra
pios tha klápsi mes sti bóra;
Ach, ach ke ti tha gino tóra;
|