Ένα σου βλέμμα μαύρο πονηρό
μ’ έβαλε στο σημάδι
κι απ’ της σελήνης το βυθό
το κόκκινο σκοτάδι
πυρπόλησε το βράδυ
με του έρωτα το χάδι.
Τι κι αν πονάει η πληγή
φάρμακο δεν υπάρχει
ούτε φυτρώνει βάλσαμο
για της καρδιάς τα πάθη.
Βαθιά η σαΐτα μέσα μου
την πεθυμιά σου στέλνει
κι όλο το αχ, λαχτάρα μου
μες στην καρδιά μου μπαίνει
γιατί είναι πάντα ανίκητος
ο έρωτας σαν έρθει.
Τι κι αν πονάει η πληγή
φάρμακο δεν υπάρχει
ούτε φυτρώνει βάλσαμο
για της καρδιάς τα πάθη.
|
Έna su vlémma mavro poniró
m’ évale sto simádi
ki ap’ tis selínis to vithó
to kókkino skotádi
pirpólise to vrádi
me tu érota to chádi.
Ti ki an ponái i pligí
fármako den ipárchi
ute fitróni válsamo
gia tis kardiás ta páthi.
Oathiá i saΐta mésa mu
tin pethimiá su stélni
ki ólo to ach, lachtára mu
mes stin kardiá mu beni
giatí ine pánta aníkitos
o érotas san érthi.
Ti ki an ponái i pligí
fármako den ipárchi
ute fitróni válsamo
gia tis kardiás ta páthi.
|