Σωπάσανε οι μούσες
γι’ αυτά που τραγουδούσες
πριν χρόνια… π’ αγαπούσες,
και γυρνά
η θύμηση μονάχη
σ’ εξόριστου τη ράχη,
κι ό,τι έμεινε κι υπάρχει
σε γερνά.
Στης λήθης το λιμάνι,
ανάγκες σου έχεις κάνει
ό, τι θαρρούσες πλάνη
μια φορά.
Δικό σου είναι μαράζι,
που πια δε σε τρομάζει.
Στα χρόνια λες πως μοιάζει
η φθορά.
Της λήθης το σκοτάδι
ξεγέλασε τον Άδη,
που βγήκε από πηγάδι
και σκέφτηκε στη γη
ν’ αλλάξει τ’ όνομά του,
το χρώμα του θανάτου,
να μοιάσει τ’ άρωμά του
στου ρόδου την αυγή.
Στου κόσμου τις πατρίδες,
του πλούτου σκύλους είδες
να γλείφουνε χλαμύδες
κι η κραυγή
βαρύς σταυρός στην πλάτη,
σ’ ένα άδειο μονοπάτι,
πονεί της γης τ’ αλάτι
στην πληγή.
|
Sopásane i muses
gi’ aftá pu traguduses
prin chrónia… p’ agapuses,
ke girná
i thímisi monáchi
s’ eksóristu ti ráchi,
ki ó,ti émine ki ipárchi
se gerná.
Stis líthis to limáni,
anágkes su échis káni
ó, ti tharruses pláni
mia forá.
Dikó su ine marázi,
pu pia de se tromázi.
Sta chrónia les pos miázi
i fthorá.
Tis líthis to skotádi
ksegélase ton Άdi,
pu vgíke apó pigádi
ke skéftike sti gi
n’ alláksi t’ ónomá tu,
to chróma tu thanátu,
na miási t’ áromá tu
stu ródu tin avgí.
Stu kósmu tis patrídes,
tu plutu skílus ides
na glifune chlamídes
ki i kravgí
varís stavrós stin pláti,
s’ éna ádio monopáti,
poni tis gis t’ aláti
stin pligí.
|