Διπλά μοναχικός,
σε διαφήμιση ερωμένη ψάχνεις διαρκώς.
Κι όπως νόμιζες πως ξέφυγες για λίγο,
στους κρύους δρόμους την ψυχή σου ξεγελάς,
ξημερώνεσαι, ξεχνάς.
Της μόδας οπαδός,
χίλια πρόσωπα ν’ αλλάξεις θα `χεις διαρκώς.
Δύο μάτια που αποφεύγουν να κοιτάξουν.
Πίσω απ’ τα μαύρα σου γυαλιά
στάζουνε δάκρυα θολά.
Αντικοινωνικός,
όλη μέρα ως το βράδυ έχεις διαρκώς,
το κεφάλι σου χωμένο μες στο χώμα,
αλλά στην τσέπη πάντα κουβαλάς,
πέντ’ έξι χάπια δυνατά.
Μέσα στο σπίτι τρέμεις
απ’ τον καθρέφτη η αλήθεια μήπως και φανεί,
και το μεθύσι σ’ οδηγήσει στο μπαλκόνι.
Αλλά ο Αύγουστος είναι κοντά,
κι αυτός ο ήλιος ποτέ δε σε πληγώνει.
|
Diplá monachikós,
se diafímisi eroméni psáchnis diarkós.
Ki ópos nómizes pos kséfiges gia lígo,
stus kríus drómus tin psichí su ksegelás,
ksimerónese, ksechnás.
Tis módas opadós,
chília prósopa n’ alláksis tha `chis diarkós.
Dío mátia pu apofevgun na kitáksun.
Píso ap’ ta mavra su gialiá
stázune dákria tholá.
Antikinonikós,
óli méra os to vrádi échis diarkós,
to kefáli su choméno mes sto chóma,
allá stin tsépi pánta kuvalás,
pént’ éksi chápia dinatá.
Mésa sto spíti trémis
ap’ ton kathréfti i alíthia mípos ke fani,
ke to methísi s’ odigísi sto balkóni.
Allá o Avgustos ine kontá,
ki aftós o ílios poté de se pligóni.
|