Μια χήρα μες στην αγορά
πουλάει γλυκό καρπούζι
μες στην οδόν της Αθηνάς
κοντά εις του Μουρούζη.
Μες στην οδόν της Αθηνάς
κοντά εις του Μουρούζη
φωνάζει, πέντε την οκά
και το βαστάει στο χέρι.
Κι όποιος της πει για κόκκινο
το σχίζει με μαχαίρι
κι όποιος της πει για κόκκινο
το σχίζει με μαχαίρι.
Της χήρας είναι ξακουστό
το έχει διαλεγμένο
μα έχει πράμα καθαρό
δεν είναι βαρεμένο.
Μα έχει πράμα καθαρό
δεν είναι βαρεμένο
το πράμα όπου έχει αυτή
όποιος το φάει, τρίζει.
Και μέσα την καρδούλα του
όλο θα τη δροσίζει
και μέσα την καρδούλα του
όλο θα τη δροσίζει.
-Χήρα μου, το καρπούζι σου!
Πολύ τα εκατέβασε
και τα `βαλε στην φτήνια
όλοι στη χήρα τρέχουνε
Πειραίας και Αθήνα.
Όλοι στη χήρα τρέχουνε
Πειραίας και Αθήνα.
|
Mia chíra mes stin agorá
pulái glikó karpuzi
mes stin odón tis Athinás
kontá is tu Muruzi.
Mes stin odón tis Athinás
kontá is tu Muruzi
fonázi, pénte tin oká
ke to vastái sto chéri.
Ki ópios tis pi gia kókkino
to schízi me macheri
ki ópios tis pi gia kókkino
to schízi me macheri.
Tis chíras ine ksakustó
to échi dialegméno
ma échi práma katharó
den ine vareméno.
Ma échi práma katharó
den ine vareméno
to práma ópu échi aftí
ópios to fái, trízi.
Ke mésa tin kardula tu
ólo tha ti drosízi
ke mésa tin kardula tu
ólo tha ti drosízi.
-Chíra mu, to karpuzi su!
Polí ta ekatévase
ke ta `vale stin ftínia
óli sti chíra tréchune
Pireas ke Athína.
Όli sti chíra tréchune
Pireas ke Athína.
|