Παίζει παιχνίδια το μυαλό,
δε φταίει κανένας απ’τους δυο,
είναι ο έρωτας θεριό,
που τρέφει φόβους.
Η άμυνά μου σε κοιτά,
βάζει ό,τι πέρασα μπροστά,
να σβήσει θέλει τη φωτιά
και ψάχνει τρόπους.
Να είχα πιο σκληρή καρδιά,
να διαγράψει τα φτηνά,
απ’το μηδέν να ξεκινά,
σε σένα να τελειώνει.
Αγάπησε με εσύ βαθιά
να κλαίει η λύπη από χαρά,
σαν τα παράξενα παιδιά,
εγώ φοβάμαι ακόμη.
Όταν άσχημα νιώθω,
με φτερά διαλυμένα,
πες μου, τι είσαι για μένα.
Ένα μόνιμο δάκρυ
μου θολώνει βλέμμα,
πες μου, τι είσαι για μένα.
Όταν πέφτουν οι τοίχοι
να πλακώσουν το ψέμα
και πονάνε οι στίχοι,
πες μου, τι είσαι για μένα.
Όποια πέτρα κι αν ρίξω
στον δικό σου πυθμένα,
θα χαθεί πριν σ’αγγίξω,
πες μου, τι είσαι για μένα.
Είσαι βόλτα στο λάθος,
ή ταξίδι ως το τέρμα;
Αν θα μπορούσε να συμβεί,
πόσο δε θα’θελα να’ ρθεί
κι άλλη απώλεια να συρθεί
σ’αυτήν την πόρτα.
Αγάπησε με εσύ βαθιά,
μήπως κι αλλάξει η μοίρα πια·
και στα σκοτάδια τα παλιά,
άναψ’ τα φώτα.
|
Pezi pechnídia to mialó,
de ftei kanénas ap’tus dio,
ine o érotas therió,
pu tréfi fóvus.
I áminá mu se kitá,
vázi ó,ti pérasa brostá,
na svísi théli ti fotiá
ke psáchni trópus.
Na icha pio sklirí kardiá,
na diagrápsi ta ftiná,
ap’to midén na ksekiná,
se séna na telióni.
Agápise me esí vathiá
na klei i lípi apó chará,
san ta paráksena pediá,
egó fováme akómi.
Όtan áschima niótho,
me fterá dialiména,
pes mu, ti ise gia ména.
Έna mónimo dákri
mu tholóni vlémma,
pes mu, ti ise gia ména.
Όtan péftun i tichi
na plakósun to pséma
ke ponáne i stíchi,
pes mu, ti ise gia ména.
Όpia pétra ki an ríkso
ston dikó su pithména,
tha chathi prin s’angikso,
pes mu, ti ise gia ména.
Ise vólta sto láthos,
í taksídi os to térma;
An tha boruse na simvi,
póso de tha’thela na’ rthi
ki álli apólia na sirthi
s’aftín tin pórta.
Agápise me esí vathiá,
mípos ki alláksi i mira pia·
ke sta skotádia ta paliá,
ánaps’ ta fóta.
|