Την πόρτα μου χτυπάει βροχή,
τα τζάμια η καταιγίδα,
σαν έφυγες, αγάπη μου,
μέρα καλή δεν είδα.
Τι να μου κάνουν οι γνωστοί,
τι να μου πουν οι φίλοι,
μια τέτοια νύχτα, σκοτεινή,
φιλί ζητούν τα χείλη.
Στα ξένα, εκεί, που περπατάς
θυμήσου με λιγάκι,
που μ’ έχει κάνει ο βοριάς
να τρέμω σαν κλαδάκι.
Τι να μου κάνουν οι γνωστοί,
τι να μου πουν οι φίλοι,
μια τέτοια νύχτα, σκοτεινή,
φιλί ζητούν τα χείλη,
μια τέτοια νύχτα, σκοτεινή,
φιλί ζητούν τα χείλη,
τι να μου κάνουν οι γνωστοί,
τι να μου πουν οι φίλοι.
|
Tin pórta mu chtipái vrochí,
ta tzámia i kategida,
san éfiges, agápi mu,
méra kalí den ida.
Ti na mu kánun i gnosti,
ti na mu pun i fíli,
mia tétia níchta, skotiní,
filí zitun ta chili.
Sta kséna, eki, pu perpatás
thimísu me ligáki,
pu m’ échi káni o voriás
na trémo san kladáki.
Ti na mu kánun i gnosti,
ti na mu pun i fíli,
mia tétia níchta, skotiní,
filí zitun ta chili,
mia tétia níchta, skotiní,
filí zitun ta chili,
ti na mu kánun i gnosti,
ti na mu pun i fíli.
|