Λευτεριά, Λευτεριά σχίζει, δαγκάνει
τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,
χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν, πόσα δολάρια κάνει
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.
Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ’ αγοράσουν
έμποροι και κονσόρτια κι εβραίοι.
Είναι πολλά του αιώνα μας τα χρέη,
πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουν
οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν
με το προτραίτο του Dorian Gray.
Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε,
μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι,
όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη λύπη
σαν έπαθλο του αγώνα, και μοχθούνε,
και τη ζωή τους εξακολουθούνε,
νεκροί που η καθιέρωση του λείπει.
|
Lefteriá, Lefteriá schízi, dagkáni
tus uranus to stémma su. To fos su,
chorís na kei, tiflóni to laó su.
Petaludes chrisés i Amerikáni,
logariázun, pósa dolária káni
símera to iperusio métalló su.
Lefteriá, Lefteriá, tha s’ agorásun
ébori ke konsórtia ki evrei.
Ine pollá tu eóna mas ta chréi,
pollés i amartíes, pu tha diavásun
i geneés, ótan se paromiásun
me to protreto tu Dorian Gray.
Lefteriá, Lefteriá, se nostalgune,
makriná dási, rimagméni kípi,
ósi ánthropi prosdéchonte ti lípi
san épathlo tu agóna, ke mochthune,
ke ti zoí tus eksakoluthune,
nekri pu i kathiérosi tu lipi.
|