Α, η μοίρα μου με χτύπησε
με όλη της την λύσσα
και μ’ έχει ρίξει
σ’ ένα υπόγειο σκοτεινό.
Να πίνω δάκρυ και να κλαίω
απ’ τη ντροπή μου
σαν σουρουπώνει
και έρχεται το δειλινό.
Το σκαλοπάτι μου
πολλοί το προσπερνούνε
για να ρουφήξουν μ’ απληστία
το φιλί το αμαρτωλό.
Το κορμί μου από ανάγκη
το πουλάω,
αχ κακούργα κοινωνία
κάνε μια φορά καλό.
Α, η μοίρα μου με πρόφτασε
και μου `δειξε τον δρόμο
και μ’ έχει ρίξει
μες στον βούρκο τον βαθύ.
Καταραμένη η ομορφιά
που με στολίζει
αφού για πάντα
η τιμή μου έχει χαθεί.
Το σκαλοπάτι μου
πολλοί το προσπερνούνε
για να ρουφήξουν μ’ απληστία
το φιλί το αμαρτωλό.
Το κορμί μου από ανάγκη
το πουλάω,
αχ κακούργα κοινωνία
κάνε μια φορά καλό.
|
A, i mira mu me chtípise
me óli tis tin líssa
ke m’ échi ríksi
s’ éna ipógio skotinó.
Na píno dákri ke na kleo
ap’ ti ntropí mu
san surupóni
ke érchete to dilinó.
To skalopáti mu
polli to prospernune
gia na rufíksun m’ aplistía
to filí to amartoló.
To kormí mu apó anágki
to puláo,
ach kakurga kinonía
káne mia forá kaló.
A, i mira mu me próftase
ke mu `dikse ton drómo
ke m’ échi ríksi
mes ston vurko ton vathí.
Kataraméni i omorfiá
pu me stolízi
afu gia pánta
i timí mu échi chathi.
To skalopáti mu
polli to prospernune
gia na rufíksun m’ aplistía
to filí to amartoló.
To kormí mu apó anágki
to puláo,
ach kakurga kinonía
káne mia forá kaló.
|