Αγκαλιές ήρθαν σαν μήνες,
άλλες για να με ζεστάνουν
κι άλλες ήρθαν σαν τον Μάρτη,
άνω – κάτω να με κάνουν.
Άνθρωποι, κορμιά σαν δέντρα,
είχαν μέσα μου ριζώσει,
άλλοι είχανε ανθίσει,
άλλοι είχαν μαραζώσει.
Μα εγώ ζητούσα έναν,
το Απρίλη μου τον ψεύτη
και τα λόγια που με δέναν,
της καρδούλας μου τον κλέφτη.
Άλλοι μέσα στο Δεκέμβρη
μου ζητούσανε να γιάνω,
τις ψυχές τις παγωμένες
κι έτσι μόνιμα να χάνω.
Τα λουλούδια που μυρίζουν
άλλοι για να με γλυκάνουν,
στου Ιούλη τα νυχτέρια,
τα φεγγάρια μου να φτάνουν.
Μα εγώ ζητούσα έναν
τον Απρίλη μου τον ψεύτη
και τα λόγια που με δέναν,
της καρδούλας μου τον κλέφτη
|
Agkaliés írthan san mínes,
álles gia na me zestánun
ki álles írthan san ton Márti,
áno – káto na me kánun.
Άnthropi, kormiá san déntra,
ichan mésa mu rizósi,
álli ichane anthísi,
álli ichan marazósi.
Ma egó zitusa énan,
to Apríli mu ton psefti
ke ta lógia pu me dénan,
tis kardulas mu ton kléfti.
Άlli mésa sto Dekémvri
mu zitusane na giáno,
tis psichés tis pagoménes
ki étsi mónima na cháno.
Ta luludia pu mirízun
álli gia na me glikánun,
stu Iuli ta nichtéria,
ta fengária mu na ftánun.
Ma egó zitusa énan
ton Apríli mu ton psefti
ke ta lógia pu me dénan,
tis kardulas mu ton kléfti
|