Όταν δεν έχεις μάνα τον πόνο σου να πεις
και το χαμόγελό της στα χείλη της να δεις
κι όταν μες στη ζωή σου είσαι χωρίς πατέρα,
καμιά χαρά δε νιώθεις, δε βλέπεις άσπρη μέρα.
Το δάκρυ της ορφάνιας είναι διπλό στον πόνο
κι αυτοί που ορφανέψανε, αυτοί το νιώθουν μόνο.
Απ’ τη ζωή σαν λείπει της μάνας η στοργή
και σέρνεσαι διωγμένος απ’ όλους ‘δω κι εκεί,
χωρίς να ‘χεις πατέρα για να σε προστατέψει,
στη δύσκολη την ώρα, ποιος θα σε συμβουλέψει.
Το δάκρυ της ορφάνιας είναι διπλό στον πόνο
κι αυτοί που ορφανέψανε, αυτοί το νιώθουν μόνο.
Στην αγκαλιά της μάνας θα βρεις παρηγοριά,
στο βλέμμα του πατέρα θα δεις τη σιγουριά,
ειδάλλως τριγυρίζεις κορμί βασανισμένο
κι είναι το ηθικό σου για πάντα πια χαμένο.
Το δάκρυ της ορφάνιας είναι διπλό στον πόνο
κι αυτοί που ορφανέψανε, αυτοί το νιώθουν μόνο
|
Όtan den échis mána ton póno su na pis
ke to chamógeló tis sta chili tis na dis
ki ótan mes sti zoí su ise chorís patéra,
kamiá chará de nióthis, de vlépis áspri méra.
To dákri tis orfánias ine dipló ston póno
ki afti pu orfanépsane, afti to nióthun móno.
Ap’ ti zoí san lipi tis mánas i storgí
ke sérnese diogménos ap’ ólus ‘do ki eki,
chorís na ‘chis patéra gia na se prostatépsi,
sti dískoli tin óra, pios tha se simvulépsi.
To dákri tis orfánias ine dipló ston póno
ki afti pu orfanépsane, afti to nióthun móno.
Stin agkaliá tis mánas tha vris parigoriá,
sto vlémma tu patéra tha dis ti siguriá,
idállos trigirízis kormí vasanisméno
ki ine to ithikó su gia pánta pia chaméno.
To dákri tis orfánias ine dipló ston póno
ki afti pu orfanépsane, afti to nióthun móno
|