Τα άσκοπά μου βήματα
με φέρανε να μη μείνω
ως του χωριού τα μνήματα
που ασπρίζανε εκεί στο βουνό
εκεί είδα μια γριούλα που μοναχή
ψιθύριζε μια προσευχή
μπροστά σ’ ένα τάφο χωρίς σταυρό
που αγκάθια σκέπαζαν σωρό
Ποιον κλαις ακόμα, ρώτησα
το μόνο σου παιδί
Δεν κλαίω πια, μου απάντησε
σκυμμένη στο ραβδί
Το δάκρυ το πικρότερο
δεν είν’ αυτό που τρέχει
όταν αρχίζει ένας καημός
που τελειωμό δεν έχει
μόν’ είν’ αυτό που σταματά
στου βλέφαρου την άκρη
όταν τα μάτια που έκλαψαν
δεν έχουν άλλο δάκρυ
Για να ρεμβάσω απλώθηκα
το βράδυ στην ακρογιαλιά
κι εκεί `ρθε σαν νυχτώθηκα
μια κόρη με σκόρπια μαλλιά
στο κύμα μπρος στάθηκε γελαστή
και του `λεγε γονατιστή
Μου πήρες τον αραβωνιαστικό
να, πάρε και το νυφικό
και ξέσκιζε τα ρούχα της
γελώντας η τρελή
δεν είχε άλλα δάκρυα
θε’ να `κλαψε πολύ
|
Ta áskopá mu vímata
me férane na mi mino
os tu choriu ta mnímata
pu asprízane eki sto vunó
eki ida mia griula pu monachí
psithírize mia prosefchí
brostá s’ éna táfo chorís stavró
pu agkáthia sképazan soró
Pion kles akóma, rótisa
to móno su pedí
Den kleo pia, mu apántise
skimméni sto ravdí
To dákri to pikrótero
den in’ aftó pu tréchi
ótan archízi énas kaimós
pu teliomó den échi
món’ in’ aftó pu stamatá
stu vléfaru tin ákri
ótan ta mátia pu éklapsan
den échun állo dákri
Gia na remváso aplóthika
to vrádi stin akrogialiá
ki eki `rthe san nichtóthika
mia kóri me skórpia malliá
sto kíma bros státhike gelastí
ke tu `lege gonatistí
Mu píres ton aravoniastikó
na, páre ke to nifikó
ke kséskize ta rucha tis
gelóntas i trelí
den iche álla dákria
the’ na `klapse polí
|