Πάνω στην κόκκινη κουβέρτα
ρίχνεις πασιέντζες μοναχή
και ξαναρχίζεις την κουβέντα
με τη χαμένη σου ψυχή.
Κι ένας ρεμπέτης στρατηλάτης
λεν τα χαρτιά σου πως θα ‘ρθεί
σα νικημένος τρομοκράτης
μπροστά σου να προσευχηθεί.
Το δηλητήριο που πίνεις
είναι για σένα γιατρικό.
Κι όπως τη χρήση ασπιρίνης
το ‘χει η καρδιά σου εφεδρικό.
Το φόρεμά σου στην κρεμάστρα
μυρίζει πεύκο κι εξοχές
κι όλο ξηλώνει χάντρα χάντρα
σε κάθε στάλα απ’ τις βροχές.
Κι ούτε σου βγαίνουν οι πασιέντζες
κι ούτε κανείς τηλεφωνεί
και μόνο μέσα απ’ τα τραγούδια
ακούς ερωτική φωνή.
|
Páno stin kókkini kuvérta
ríchnis pasiéntzes monachí
ke ksanarchízis tin kuvénta
me ti chaméni su psichí.
Ki énas rebétis stratilátis
len ta chartiá su pos tha ‘rthi
sa nikiménos tromokrátis
brostá su na prosefchithi.
To dilitírio pu pínis
ine gia séna giatrikó.
Ki ópos ti chrísi aspirínis
to ‘chi i kardiá su efedrikó.
To fóremá su stin kremástra
mirízi pefko ki eksochés
ki ólo ksilóni chántra chántra
se káthe stála ap’ tis vrochés.
Ki ute su vgenun i pasiéntzes
ki ute kanis tilefoni
ke móno mésa ap’ ta tragudia
akus erotikí foní.
|