Θα ‘ταν το σαράντα δύο
που μπήκαν στην παράγκα δύο,
άντε για σήκω, Γιακουμή
χόρευε κι έμπα στη γραμμή.
Και το φιδάκι ο Γιακουμής
είπε “δεν ξαναβγαίνω,
κάλλιο ζωή της μιας στιγμής
παρά τρεις και δεμένο.”
Θα ‘ταν το σαράντα τρία
τότε που σφίξανε τα κρύα
και τη φωτιά να την πατεί
η μπότα του καταχτητή.
Και το φιδάκι ο Γιακουμής
είπε “δεν ξαναβγαίνω,
κάλλιο ζωή της μιας στιγμής
παρά τρεις και δεμένο.”
Θα `ταν το σαράντα πέντε
κι ήμασταν μόνοι μας οι πέντε,
όλοι οι άλλοι είχαν χαθεί,
δεν μάθαμε το πώς και τι.
Και το φιδάκι ο Γιακουμής
είπε “δεν ξαναβγαίνω,
κάλλιο ζωή της μιας στιγμής
παρά τρεις και δεμένο.”
|
Tha ‘tan to saránta dío
pu bíkan stin parágka dío,
ánte gia síko, Giakumí
chóreve ki éba sti grammí.
Ke to fidáki o Giakumís
ipe “den ksanavgeno,
kállio zoí tis mias stigmís
pará tris ke deméno.”
Tha ‘tan to saránta tría
tóte pu sfíksane ta kría
ke ti fotiá na tin pati
i bóta tu katachtití.
Ke to fidáki o Giakumís
ipe “den ksanavgeno,
kállio zoí tis mias stigmís
pará tris ke deméno.”
Tha `tan to saránta pénte
ki ímastan móni mas i pénte,
óli i álli ichan chathi,
den máthame to pós ke ti.
Ke to fidáki o Giakumís
ipe “den ksanavgeno,
kállio zoí tis mias stigmís
pará tris ke deméno.”
|