Τα πρωινά ντυνόσουν βιαστικά
ο χρόνος έλεγες ποτέ δε φτάνει
έτρεχα στην πόρτα
φιλί στα πεταχτά
στο κρεβάτι τα σεντόνια σου ζεστά
στο κομοδίνο κρύωνε το άσπρο σου φλυτζάνι
Τ’ απόγευμα καθόμαστε αγκαλιά
τα πόδια σου ακουμπούσες στο ντιβάνι
λίγα μόνο λόγια, πώς πήγε η δουλειά
οι μουσικές ν’ ακούγονται αχνά
κι ύστερα τσάι σου ‘φερνα στο άσπρο σου φλυτζάνι
Θυμάμαι τη γιορτή που σου το χάρισα
μ΄ αγκάλιαζε σαν σώμα η ματιά σου
μου είπες τ’ άλλα δώρα δεν τα άνοιξα
μέσα σ΄ αυτό θα πίνω την καρδιά σου
Θυμάμαι
Βραδιάζει κι άργησες να ‘ρθεις απ’ τη δουλειά
και το τηλέφωνο βουίζει πάλι
ψάχνω το συρτάρι δυο γράμματα ανοιχτά
σε μια εικόνα μία άγνωστη γελά
μέσα στα χέρια μου έσπασε το άσπρο σου φλυτζάνι
Θυμάμαι τη γιορτή που σου το χάρισα
μ’ αγκάλιαζε σαν σώμα η ματιά σου
μου είπες τ’ άλλα δώρα δεν τα άνοιξα
μέσα σ’ αυτό θα πίνω την καρδιά σου
Θυμάμαι
|
Ta priná ntinósun viastiká
o chrónos éleges poté de ftáni
étrecha stin pórta
filí sta petachtá
sto kreváti ta sentónia su zestá
sto komodíno kríone to áspro su flitzáni
T’ apógevma kathómaste agkaliá
ta pódia su akubuses sto ntiváni
líga móno lógia, pós píge i duliá
i musikés n’ akugonte achná
ki ístera tsái su ‘ferna sto áspro su flitzáni
Thimáme ti giortí pu su to chárisa
m΄ agkáliaze san sóma i matiá su
mu ipes t’ álla dóra den ta ániksa
mésa s΄ aftó tha píno tin kardiá su
Thimáme
Oradiázi ki árgises na ‘rthis ap’ ti duliá
ke to tiléfono vuízi páli
psáchno to sirtári dio grámmata anichtá
se mia ikóna mía ágnosti gelá
mésa sta chéria mu éspase to áspro su flitzáni
Thimáme ti giortí pu su to chárisa
m’ agkáliaze san sóma i matiá su
mu ipes t’ álla dóra den ta ániksa
mésa s’ aftó tha píno tin kardiá su
Thimáme
|