Άσε με γιατρέ μου, θέλω να πεθάνω
τι να την κάνω τέτοια ζωή,
φωνάξτε και τη μάνα μου να ‘ρθεί για να με κλάψει
και ύστερα τα ρούχα μου να πάρει να τα κάψει.
Άσε με γιατρέ μου, θέλω να πεθάνω
αφού το βλέπω, το βλέπω, δε θα γειάνω.
Μ’ έφαγαν οι πόνοι στο κρεβάτι απάνω
κι αργοπεθαίνω κάθε αυγή,
πληγή που δε γιατρεύεται εγώ έχω μες στα στήθια
τελειώσανε τα ψέματα, αυτή είναι η αλήθεια.
Άσε με γιατρέ μου, θέλω να πεθάνω
αφού το βλέπω, το βλέπω, δε θα γειάνω.
Άσε με γιατρέ μου, θέλω να πεθάνω
να ησυχάσω παντοτινά,
και καρτερώ τον θάνατο στο κρύο προσκεφάλι,
μονάχα για τη μάνα μου η πίκρα θα ‘ναι μεγάλη.
Άσε με γιατρέ μου, θέλω να πεθάνω
αφού το βλέπω, το βλέπω, δε θα γειάνω.
|
Άse me giatré mu, thélo na petháno
ti na tin káno tétia zoí,
fonákste ke ti mána mu na ‘rthi gia na me klápsi
ke ístera ta rucha mu na pári na ta kápsi.
Άse me giatré mu, thélo na petháno
afu to vlépo, to vlépo, de tha giáno.
M’ éfagan i póni sto kreváti apáno
ki argopetheno káthe avgí,
pligí pu de giatrevete egó écho mes sta stíthia
teliósane ta psémata, aftí ine i alíthia.
Άse me giatré mu, thélo na petháno
afu to vlépo, to vlépo, de tha giáno.
Άse me giatré mu, thélo na petháno
na isicháso pantotiná,
ke karteró ton thánato sto krío proskefáli,
monácha gia ti mána mu i píkra tha ‘ne megáli.
Άse me giatré mu, thélo na petháno
afu to vlépo, to vlépo, de tha giáno.
|