Το γραμμένο και η μοίρα έτσι όρισε,
ομολόγησε πως είσαι ο χαμένος,
πάρ’ την πίκρα σου στον ώμο και προχώρησε,
όποιος φεύγει πρώτος, είν’ ο κερδισμένος.
Όταν φτάσει κάποιο βράδυ
η ώρα της ντροπής, η ώρα της ντροπής,
φύγε μέσα στο σκοτάδι
και λέξη να μην πεις, και λέξη να μην πεις.
Το γραμμένο και η μοίρα έτσι όρισε,
ομολόγησε πως είσαι ο χαμένος,
πάρ’ την πίκρα σου στον ώμο και προχώρησε,
όποιος φεύγει πρώτος, είν’ ο κερδισμένος.
Όταν η σιωπή, μια νύχτα,
σκεπάσει την ψυχή, σκεπάσει την ψυχή,
για το άγνωστο ξεκίνα
καρδιά μου, μοναχή, καρδιά μου, μοναχή.
Το γραμμένο και η μοίρα έτσι όρισε,
ομολόγησε πως είσαι ο χαμένος,
πάρ’ την πίκρα σου στον ώμο και προχώρησε,
όποιος φεύγει πρώτος, είν’ ο κερδισμένος.
|
To gramméno ke i mira étsi órise,
omológise pos ise o chaménos,
pár’ tin píkra su ston ómo ke prochórise,
ópios fevgi prótos, in’ o kerdisménos.
Όtan ftási kápio vrádi
i óra tis ntropís, i óra tis ntropís,
fíge mésa sto skotádi
ke léksi na min pis, ke léksi na min pis.
To gramméno ke i mira étsi órise,
omológise pos ise o chaménos,
pár’ tin píkra su ston ómo ke prochórise,
ópios fevgi prótos, in’ o kerdisménos.
Όtan i siopí, mia níchta,
skepási tin psichí, skepási tin psichí,
gia to ágnosto ksekína
kardiá mu, monachí, kardiá mu, monachí.
To gramméno ke i mira étsi órise,
omológise pos ise o chaménos,
pár’ tin píkra su ston ómo ke prochórise,
ópios fevgi prótos, in’ o kerdisménos.
|