Την είδε τη μικρή Μαρία
να λούγει τα μακριά μαλλιά
κι ύστερα πάνω στο γιοφύρι
να στέκει να χαμογελά
Λένε πως ό,τι αγαπούσε
ήταν το γέλιο της μικρής
που έσβησε μαζί με κείνη
ένα πρωί μιας Κυριακής
Φορούσε ξύλινα σαντάλια
φορούσε ξύλινο παλτό
ήθελε να `ναι κυπαρίσσι
σ’ ένα ξωκκλήσι ερημικό
Βήματα αργά και λασπωμένα
αστράφτει βρέχει και φυσά
κι ο Χρίστος με μισή ομπρέλα
περνά και σιγοτραγουδά
Τον βρήκαν στον Προφήτη Ηλία
το εξήντα πέντε δυο παιδιά
μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη
και με το χέρι στην καρδιά
|
Tin ide ti mikrí María
na lugi ta makriá malliá
ki ístera páno sto giofíri
na stéki na chamogelá
Léne pos ó,ti agapuse
ítan to gélio tis mikrís
pu ésvise mazí me kini
éna pri mias Kiriakís
Foruse ksílina santália
foruse ksílino paltó
íthele na `ne kiparíssi
s’ éna ksokklísi erimikó
Oímata argá ke laspoména
astráfti vréchi ke fisá
ki o Chrístos me misí obréla
perná ke sigotragudá
Ton vríkan ston Profíti Ilía
to eksínta pénte dio pediá
m’ éna chamógelo sta chili
ke me to chéri stin kardiá
|