Πέφτει το χιόνι σιωπηλά από ψηλά,
καθώς η πλάση σε γλυκό ύπνο βουλιάζει.
Με λευκοκέντητο μανδύα, απαλά,
την κοιμησμένη πολιτεία αγκαλιάζει.
Χορεύουν οι νιφάδες, στροβιλίζονται,
στα κλώνια κάνουν κούνια, τραμπαλίζονται.
Στις μύτες των ποδιών ακροβατούν,
αιθέριες μπαλαρίνες που πετούν.
Μέσα στης νύχτας τη βαθιά τη σιγαλιά,
σαν πεφταστέρια, να, ξεκόλλησαν χιλιάδες.
Απ’ τ’ ουρανού κατρακυλούν την αγκαλιά,
πυκνά ποτάμια, ασημένιες χιονονιφάδες.
Χορεύουν οι νιφάδες, στροβιλίζονται,
στα κλώνια κάνουν κούνια, τραμπαλίζονται.
Στις μύτες των ποδιών ακροβατούν,
αιθέριες μπαλαρίνες που πετούν.
Και τα ασάλευτα τα πάρκα, τα λευκά,
που των νιφάδων το μπαλέτο ξεφαντώνει,
μοιάζουν με δάση να `ναι μαγικά,
μαρμαρωμένα μες στο χιόνι που τα ζώνει.
Χορεύουν οι νιφάδες, στροβιλίζονται,
στα κλώνια κάνουν κούνια, τραμπαλίζονται.
Στις μύτες των ποδιών ακροβατούν,
αιθέριες μπαλαρίνες που πετούν.
|
Péfti to chióni siopilá apó psilá,
kathós i plási se glikó ípno vuliázi.
Me lefkokéntito mandía, apalá,
tin kimisméni politia agkaliázi.
Chorevun i nifádes, strovilízonte,
sta klónia kánun kunia, trabalízonte.
Stis mítes ton podión akrovatun,
ethéries balarínes pu petun.
Mésa stis níchtas ti vathiá ti sigaliá,
san peftastéria, na, ksekóllisan chiliádes.
Ap’ t’ uranu katrakilun tin agkaliá,
pikná potámia, asiménies chiononifádes.
Chorevun i nifádes, strovilízonte,
sta klónia kánun kunia, trabalízonte.
Stis mítes ton podión akrovatun,
ethéries balarínes pu petun.
Ke ta asálefta ta párka, ta lefká,
pu ton nifádon to baléto ksefantóni,
miázun me dási na `ne magiká,
marmaroména mes sto chióni pu ta zóni.
Chorevun i nifádes, strovilízonte,
sta klónia kánun kunia, trabalízonte.
Stis mítes ton podión akrovatun,
ethéries balarínes pu petun.
|