Το παλληκάρι μες στην φυλακή
περνά τις ώρες φτιάχνοντας καράβια
για μια γυναίκα λιώνει μέσα εκεί
που τ’ όνειρό του το ‘κανε ρημάδια
Κι όταν με καημό σκαλίζει
γοργοτάξιδα σκαριά
με λαχτάρα τ’ αρμενίζει
στην πικρή της αγκαλιά
Θα βάλει φλόκους κι άλμπουρα γερά
και στην μπριμάτσα την γλυκιά μορφή της
έτσι γλυκιά όπως ήταν μια φορά
προτού να δώσει σ’ άλλον την ψυχής της
|
To pallikári mes stin filakí
perná tis óres ftiáchnontas karávia
gia mia gineka lióni mésa eki
pu t’ óniró tu to ‘kane rimádia
Ki ótan me kaimó skalízi
gorgotáksida skariá
me lachtára t’ armenízi
stin pikrí tis agkaliá
Tha váli flókus ki álbura gerá
ke stin brimátsa tin glikiá morfí tis
étsi glikiá ópos ítan mia forá
protu na dósi s’ állon tin psichís tis
|