Ήτανε το πανόραμα,
το πιο γλυκό μου όραμα,
σαν έβλεπα το Μεσολόγγι,
του Δράμαλη τη συμφορά
και του Κανάρη τα μπουρλότα
να καίνε Τούρκικα καράβια στη σειρά.
Το πανόραμα αρχίζει,
μια δραχμή μόνο στοιχίζει,
όμως, ό,τι μας θυμίζει,
πόσο η λευτεριά, η λευτεριά αξίζει.
Να, του Φερραίου ο θάνατος,
που έμεινε αθάνατος,
πώς βάλαν Βαυαροί σε δίκη,
τότε, το Γέρο του Μωριά,
πώς πήραμε τη Σαλονίκη,
με τη λεβέντικη, εκείνη τη γενιά.
Το πανόραμα αρχίζει,
μια δραχμή μόνο στοιχίζει,
όμως, ό,τι μας θυμίζει,
πόσο η λευτεριά, η λευτεριά αξίζει.
|
Ήtane to panórama,
to pio glikó mu órama,
san évlepa to Mesolóngi,
tu Drámali ti simforá
ke tu Kanári ta burlóta
na kene Turkika karávia sti sirá.
To panórama archízi,
mia drachmí móno stichízi,
ómos, ó,ti mas thimízi,
póso i lefteriá, i lefteriá aksízi.
Na, tu Ferreu o thánatos,
pu émine athánatos,
pós válan Oafari se díki,
tóte, to Gero tu Moriá,
pós pírame ti Saloníki,
me ti levéntiki, ekini ti geniá.
To panórama archízi,
mia drachmí móno stichízi,
ómos, ó,ti mas thimízi,
póso i lefteriá, i lefteriá aksízi.
|