Εγώ που λες καρδιά μου, στα αζήτητα μεγάλωσα
και σε σκληρά κρεβάτια, τα όνειρά μου χάλασα
Πως δεν αξίζω κάτι καλύτερο με πείσανε
και για να αναπνέω, αντάλλαγμα ζητήσανε
Σε άσπρες αυλές μιας γειτονιάς
παιδιά κατώτερης γενιάς
τον πόνο τραγουδήσαμε
Μικρά κεράκια στη βροχή
φωτίσαμε για μια στιγμή
κι οι στεναγμοί μας σβήσανε
Εμένανε καρδιά μου οι άνθρωποι μ’ αγάπησαν
και οι δυστυχισμένοι το χέρι τους μου άπλωσαν
Πέτρες βαριές τα χρόνια, τα πρόσωπα χαράξανε
και τα ονόματά τους, σε μαύρες λίστες γράψανε
|
Egó pu les kardiá mu, sta azítita megálosa
ke se sklirá krevátia, ta ónirá mu chálasa
Pos den aksízo káti kalítero me pisane
ke gia na anapnéo, antállagma zitísane
Se áspres avlés mias gitoniás
pediá katóteris geniás
ton póno tragudísame
Mikrá kerákia sti vrochí
fotísame gia mia stigmí
ki i stenagmi mas svísane
Eménane kardiá mu i ánthropi m’ agápisan
ke i distichisméni to chéri tus mu áplosan
Pétres variés ta chrónia, ta prósopa charáksane
ke ta onómatá tus, se mavres lístes grápsane
|