Ακούστε το παράπονο,
τον πόνο του εργάτη
χιλιάδες χρόνια περπατώ
στο ίδιο μονοπάτι.
Για πυραμίδες δούλεψα
για πύργους και για κάστρα,
τον Παρθενώνα έφτιαξα
που τον ζηλεύουν τ’ άστρα.
Αιώνες τυραννήθηκα
σ’ απέραντα πελάγη
και τη ζωή μου όριζαν
οι άρχοντες κι οι μάγοι.
Μου έταζαν παράδεισο
μετά το θάνατό μου
και σε πηγάδια σκοτεινά
βρήκαν το σκελετό μου.
Αυτά που βλέπετε εδώ,
τις πολυκατοικίες,
συγκοινωνίες γερανούς
και πυργιά και πλατείες.
Εργάτες τα στεριώσανε
με πονεμένα χέρια,
χέρια που δε χαϊδέψανε
ποτέ τους περιστέρια.
Τελείωσαν τα λόγια μου
μα ξέρω τι να κάνω,
όλα θα πάνε μια χαρά
το θάρρος μου δε χάνω.
Δε λησμονώ τους φίλους μου
που πέθαναν για μένα
κι όσους μαζί μου μάχονται
να γίνει ο κόσμος ένα.
|
Akuste to parápono,
ton póno tu ergáti
chiliádes chrónia perpató
sto ídio monopáti.
Gia piramídes dulepsa
gia pírgus ke gia kástra,
ton Parthenóna éftiaksa
pu ton zilevun t’ ástra.
Eónes tiranníthika
s’ apéranta pelági
ke ti zoí mu órizan
i árchontes ki i mági.
Mu étazan parádiso
metá to thánató mu
ke se pigádia skotiná
vríkan to skeletó mu.
Aftá pu vlépete edó,
tis polikatikíes,
sigkinoníes geranus
ke pirgiá ke platies.
Ergátes ta steriósane
me poneména chéria,
chéria pu de chaidépsane
poté tus peristéria.
Teliosan ta lógia mu
ma kséro ti na káno,
óla tha páne mia chará
to thárros mu de cháno.
De lismonó tus fílus mu
pu péthanan gia ména
ki ósus mazí mu máchonte
na gini o kósmos éna.
|