Ασπρος τοίχος άσπρος ήλιος
άσπρο του καλοκαιριού
μαύρα τα ματόκλαδά του
ίσκιοι του μεσημεριού
Μη μου βγαίνεις τέτοιαν ώρα
κι ασβεστώνεις τα σκαλιά
όλα θα σου τα στεγνώσει
ο ασβέστης τα φιλιά
Πέρασαν απ’ το σοκάκι
στάθηκαν στην αντηλιά
ρίξανε δροσιά στις πλάκες
τα κατάμαυρα μαλλιά
Φεύγουν παν αγκαλιασμένοι
κάτω στον βαθύ γιαλό
στην σπηλιά που περιμένει
κρύσταλλο είναι το νερό
Πέρα εκεί στο μεσημέρι
και στην άσπρη ακρογιαλιά
πίνουμε το καλοκαίρι
μ’ανοιχτή την αγκαλιά
|
Aspros tichos áspros ílios
áspro tu kalokeriu
mavra ta matókladá tu
ískii tu mesimeriu
Mi mu vgenis tétian óra
ki asvestónis ta skaliá
óla tha su ta stegnósi
o asvéstis ta filiá
Pérasan ap’ to sokáki
státhikan stin antiliá
ríksane drosiá stis plákes
ta katámavra malliá
Fevgun pan agkaliasméni
káto ston vathí gialó
stin spiliá pu periméni
krístallo ine to neró
Péra eki sto mesiméri
ke stin áspri akrogialiá
pínume to kalokeri
m’anichtí tin agkaliá
|