Στο κερατσίνι δεν κοιμούνται τα παιδιά
στα κρύα σπίτια ανάβουν πάλι το μαγκάλι
το γάλα τέλειωσε, τα χρόνια αδειανά
κράτα τα όνειρα ψηλά και το κεφάλι.
Τρομπέτες πένθημες, τα κύμβαλα μουγκά
με ίδια συνθήματα στο δρόμο κατεβαίνεις
στους άλλους ντρέπεσαι, πού να `βρεις δανεικά
στης λοταρίας την ουρά να περιμένεις.
Δυο χρόνια άνεργος, τα στόρια χαμηλά
στη Δραπετσώνα δε θα σπάσει η απεργία
στα καφενεία πια κανένας δε γελά
το μεροκάματο λειψό στα ναυπηγεία.
Δυο λόγια μόνο στο σημείωμα ξερά
ταινία κι έπεσαν οι τίτλοι πια του τέλους
”πάντα στον ύπνο μου δοκίμαζα φτερά
να παραβγώ για μια φορά με τους αγγέλους”
|
Sto keratsíni den kimunte ta pediá
sta kría spítia anávun páli to magkáli
to gála téliose, ta chrónia adianá
kráta ta ónira psilá ke to kefáli.
Trobétes pénthimes, ta kímvala mugká
me ídia sinthímata sto drómo katevenis
stus állus ntrépese, pu na `vris daniká
stis lotarías tin urá na periménis.
Dio chrónia ánergos, ta stória chamilá
sti Drapetsóna de tha spási i apergia
sta kafenia pia kanénas de gelá
to merokámato lipsó sta nafpigia.
Dio lógia móno sto simioma kserá
tenía ki épesan i títli pia tu télus
”pánta ston ípno mu dokímaza fterá
na paravgó gia mia forá me tus angélus”
|