Το γέννησαν μες σ’ άνεμο να σεργιανά τη μέρα,
να κυνηγά το άγνωστο σε χρόνια τρυφερά
κι ήρθε το κύμα κι έλουσε την τόσην ομορφιά του
και με κρασί του έρανε στην πλώρη τα φτερά.
Τα χρόνια του ταξίδεψε λευκοντυμένη νύφη,
μέρα και νύχτα πότιζε η αλμύρα το σκαρί,
γοργόφτερο να χαιρετά, καμαρωτή περδίκα,
σε κρυσταλλένιες θάλασσες να γεύεται ζωή.
Τριανταφυλλένιο δειλινό, μενεξεδένια δύση,
γυμνό ηλιοβασίλεμα, κροκόπεπλη αυγούλα,
πόσους καιρούς δε φόρεσε και χρώματα της φύσης
σαν έπεφταν απάνω του αστείρευτη βρυσούλα!
Χάιδευε η μοίρα το σκαρί κι αγκάλιαζε το κύμα
και γύρω του χανόντουσαν ευτυχισμένα μάτια
σε θαλασσόβρεχτες αυλές και δαντελένιους κήπους
σαν έβλεπε η αγάπη τους της Άνοιξης παλάτια.
Ώσπου το πολυτάξιδο, το γέρικο σκαρί του,
ανθόσπαρτο σα στόλιζε για χρόνια το ποτήρι,
ετρόμαξε σαν κοίταξε το φως να τρεμοπαίζει,
σημάδι ότι τέλειωνε το λάδι απ’ το καντήλι.
Κι ήρθε η ώρα η θλιβερή, η ώρα η πονεμένη,
μαυροφορούσα να ντυθεί, συννεφιασμένη λύπη,
να αφεθεί στη μοίρα του, που τώρα περιμένει
κι η θύμησή του να ’ναι, πια, στο κύμα παραμύθι.
Ευτυχισμένη η ζωή, παραδεισένια η τύχη,
η τρυφερή του ύπαρξη μια γάργαρη πηγή,
μα τώρα, που γονάτισε σε λαμαρίνας λήθη,
εσφράγισε την πόρτα του για πάντα με κλειδί.
|
To génnisan mes s’ ánemo na sergianá ti méra,
na kinigá to ágnosto se chrónia triferá
ki írthe to kíma ki éluse tin tósin omorfiá tu
ke me krasí tu érane stin plóri ta fterá.
Ta chrónia tu taksídepse lefkontiméni nífi,
méra ke níchta pótize i almíra to skarí,
gorgóftero na cheretá, kamarotí perdíka,
se kristallénies thálasses na gevete zoí.
Triantafillénio dilinó, meneksedénia dísi,
gimnó iliovasílema, krokópepli avgula,
pósus kerus de fórese ke chrómata tis físis
san épeftan apáno tu astirefti vrisula!
Cháideve i mira to skarí ki agkáliaze to kíma
ke giro tu chanóntusan eftichisména mátia
se thalassóvrechtes avlés ke dantelénius kípus
san évlepe i agápi tus tis Άniksis palátia.
Ώspu to politáksido, to gériko skarí tu,
anthósparto sa stólize gia chrónia to potíri,
etrómakse san kitakse to fos na tremopezi,
simádi óti télione to ládi ap’ to kantíli.
Ki írthe i óra i thliverí, i óra i poneméni,
mavroforusa na ntithi, sinnefiasméni lípi,
na afethi sti mira tu, pu tóra periméni
ki i thímisí tu na ’ne, pia, sto kíma paramíthi.
Eftichisméni i zoí, paradisénia i tíchi,
i triferí tu íparksi mia gárgari pigí,
ma tóra, pu gonátise se lamarínas líthi,
esfrágise tin pórta tu gia pánta me klidí.
|