Άγνωστο χέρι έφτιαξε
ένα μικρό σκαρί
σ’ ένα μπουκάλι έκλεισε
τη μοίρα του στ’ αμπάρι
Φύσαγε ο αέρας φύσαγε
να σκίσει το πανί
και το νερό εθέριευε
μαζί του να το πάρει
Κύμα το κύμα θέριεψε
κι ετούτο το σκαρί
και τη φουρτούν’ αγάπησε
παρά το ακρογιάλι
Κι όσα λιμάνια έπιασε
για λίγο τα `χει δει
φορτώνει λίγα όνειρα
και ξαναφεύγει πάλι
Κι όταν θυμάται τη στεριά
και θέλει να γυρίσει
το κύμα και η θάλασσα
θα το παρηγορήσει
Μην την πιστεύεις τη στεριά
δεν είναι όπως δείχνει
σε κοροϊδεύει και μετά
στη θάλασσα σε ρίχνει
|
Άgnosto chéri éftiakse
éna mikró skarí
s’ éna bukáli éklise
ti mira tu st’ abári
Físage o aéras físage
na skísi to paní
ke to neró ethérieve
mazí tu na to pári
Kíma to kíma thériepse
ki etuto to skarí
ke ti furtun’ agápise
pará to akrogiáli
Ki ósa limánia épiase
gia lígo ta `chi di
fortóni líga ónira
ke ksanafevgi páli
Ki ótan thimáte ti steriá
ke théli na girísi
to kíma ke i thálassa
tha to parigorísi
Min tin pistevis ti steriá
den ine ópos dichni
se koroidevi ke metá
sti thálassa se ríchni
|