Το τζάμι, χθες, μου χτύπησε
ένα μικρό σπουργίτι
και τη χαρά μου έφερε
στο φτωχικό μου σπίτι,
και τη χαρά μου έφερε
στο φτωχικό μου σπίτι.
Του άνοιξα και το `βαλα
να ζεσταθεί λιγάκι
και χίλια δυο ευχαριστώ
μου `πε το σπουργιτάκι,
και χίλια δυο ευχαριστώ
μου `πε το σπουργιτάκι.
Κι εσύ που ήρθες κάποτε,
σαν το μικρό σπουργίτι,
κι αγάπη βρήκες και στοργή
στο φτωχικό μου σπίτι,
κι αγάπη βρήκες και στοργή
στο φτωχικό μου σπίτι.
Δεν είπες ούτε ευχαριστώ
στην τόση καλοσύνη,
ενός σπουργίτη την ψυχή
δεν είχες, τι να γίνει,
ενός σπουργίτη την ψυχή
δεν είχες, τι να γίνει.
|
To tzámi, chthes, mu chtípise
éna mikró spurgiti
ke ti chará mu éfere
sto ftochikó mu spíti,
ke ti chará mu éfere
sto ftochikó mu spíti.
Tu ániksa ke to `vala
na zestathi ligáki
ke chília dio efcharistó
mu `pe to spurgitáki,
ke chília dio efcharistó
mu `pe to spurgitáki.
Ki esí pu írthes kápote,
san to mikró spurgiti,
ki agápi vríkes ke storgí
sto ftochikó mu spíti,
ki agápi vríkes ke storgí
sto ftochikó mu spíti.
Den ipes ute efcharistó
stin tósi kalosíni,
enós spurgiti tin psichí
den iches, ti na gini,
enós spurgiti tin psichí
den iches, ti na gini.
|