Κάτι χαμένα μεσημέρια
είμαι το χώμα που πατάς
κάτι ανήμπορες ημέρες
το τσιγάρο που πετάς
Στης ερημιάς σου το σεντόνι
χάραζα σήματα κι ευχές
για τον χειμώνα που ζυγώνει
άναβα γύρω μας φωτιές
Εσύ πήγες χίλια μίλια πέρα
στον δικό σου τον βοριά
θα ξημερώνει πάντα ίδια ημέρα
στα μάτια σου μια συννεφιά
Ποτέ δεν πίστεψες κανένα
έτρεχες πάντα να σωθείς
τώρα δεν πίστεψες σε μένα
και στη σιωπή σου θα χαθείς
Είχα πιστέψει πως κινήσαμε γι’ αλλού
γεμάτοι όνειρα κι οι δυο σημαδεμένοι
μα πες μου τώρα τι μας μένει
είμαστε αστέρια μακρινά
Εσύ είσαι χίλια μίλια πέρα
κι απ’ τον δικό σου τον βοριά
έρχεσαι σαν τον κρύο αέρα
και μου παγώνεις την καρδιά
Πήγες χίλια μίλια πέρα
στον δικό σου τον βοριά
θα ξημερώνει πάντα ίδια μέρα
στο βλέμμα σου μια συννεφιά
|
Káti chaména mesiméria
ime to chóma pu patás
káti aníbores iméres
to tsigáro pu petás
Stis erimiás su to sentóni
cháraza símata ki efchés
gia ton chimóna pu zigóni
ánava giro mas fotiés
Esí píges chília mília péra
ston dikó su ton voriá
tha ksimeróni pánta ídia iméra
sta mátia su mia sinnefiá
Poté den pístepses kanéna
étreches pánta na sothis
tóra den pístepses se ména
ke sti siopí su tha chathis
Icha pistépsi pos kinísame gi’ allu
gemáti ónira ki i dio simademéni
ma pes mu tóra ti mas méni
imaste astéria makriná
Esí ise chília mília péra
ki ap’ ton dikó su ton voriá
érchese san ton krío aéra
ke mu pagónis tin kardiá
Píges chília mília péra
ston dikó su ton voriá
tha ksimeróni pánta ídia méra
sto vlémma su mia sinnefiá
|