Απόψε το φεγγάρι κοντοστάθηκε
λιγάκι ν’ αποστάσει και φρουκάστηκε
μες στα στενά το βλέμμα του σαΐτεψε
στου νου μου τα σοκάκια εταξίδεψε
Δώσε κλωστή φεγγάρι, μιαν αμπελονιά
τα ρούχα μου να ράψω μες στην παγωνιά
να ζεσταθώ να παίξω σέρτικο σκοπό
του κόσμου τα παράπονα για να σου πω
Η αγάπη απου χρόνια εκαρτερούσαμε
στα ερειπωμένα σπίτια και γελούσαμε
τα όρη να μερώνει τη θωρούσαμε
τα βράδια στα στρωσίδια την ποθούσαμε
Δίχως σκουτάρι ήρθε, δίχως αίματα
δίχως χρυσά κεντίδια στα φορέματα
Γυρεύω στο σκοτίδι που ‘ναι τ’ άρματα
που ‘ναι η φωτιά κι η αρμύρα μες στα γράμματα
Η ταχυνή δροσούλιασε και πάγωσε
στην πένα το μελάνι που με λάβωσε
απόψε το φεγγάρι εταξίδεψε
στς απλοκαμούς του νου μου και βασίλεψε.
|
Apópse to fengári kontostáthike
ligáki n’ apostási ke frukástike
mes sta stená to vlémma tu saΐtepse
stu nu mu ta sokákia etaksídepse
Dóse klostí fengári, mian abeloniá
ta rucha mu na rápso mes stin pagoniá
na zestathó na pekso sértiko skopó
tu kósmu ta parápona gia na su po
I agápi apu chrónia ekarterusame
sta eripoména spítia ke gelusame
ta óri na meróni ti thorusame
ta vrádia sta strosídia tin pothusame
Díchos skutári írthe, díchos emata
díchos chrisá kentídia sta forémata
Girevo sto skotídi pu ‘ne t’ ármata
pu ‘ne i fotiá ki i armíra mes sta grámmata
I tachiní drosuliase ke págose
stin péna to meláni pu me lávose
apópse to fengári etaksídepse
sts aplokamus tu nu mu ke vasílepse.
|