Μπροστά στο κοινοβούλιο, στον άγνωστο στρατιώτη,
δίπλα απ’ τον κήπο του Όθωνα με τσαγανό ιππότη,
το τελευταίο ζεϊμπέκικο χορεύω στην Αθήνα
που μαραζώνει η άρρωστη σε μαύρη καραντίνα
Θα πάρω σβάρνα τις σκοπιές, τα δόλια τσολιαδάκια
και τα πρεζόνια τα φρικιά θα ‘χω στα παλαμάκια
να μου πετάνε σύριγγες, γαρδένιες και μολότωφ
κι ο Αρκουδέας με τα ματ να κάνουνε σεκόντο
Μες στου Ζαλόγγου τις στροφές, σωσμένος δυναμίτες,
θα πέσω στους περίεργους, τους εμπριμέ πολίτες,
στον τελευταίο μου χορό με το σπαθί στο στόμα
θέλω να γίνει μακελειό πριν να θαφτώ στο χώμα
|
Brostá sto kinovulio, ston ágnosto stratióti,
dípla ap’ ton kípo tu Όthona me tsaganó ippóti,
to telefteo zeibékiko chorevo stin Athína
pu marazóni i árrosti se mavri karantína
Tha páro svárna tis skopiés, ta dólia tsoliadákia
ke ta prezónia ta frikiá tha ‘cho sta palamákia
na mu petáne síringes, gardénies ke molótof
ki o Arkudéas me ta mat na kánune sekónto
Mes stu Zalóngu tis strofés, sosménos dinamítes,
tha péso stus períergus, tus ebrimé polítes,
ston telefteo mu choró me to spathí sto stóma
thélo na gini makelió prin na thaftó sto chóma
|