Ο Χάρος ελουζότανε
αποβραδίς στ’ αστέρια
μήτε φωτιά φοβότανε
μήτε σταυρό στα χέρια.
Και σαν εκαλολούστηκε
και σαν εκαλοντύθη
για την δουλειά του κίνησε,
στο διάβα του `κοιμήθη.
Μη τον ακούς μη του μιλάς
μόν’ να τον προσπεράσεις
έχει τα κέφια του απ’ εχθές
και στη δουλειά λείπει ο σεφτές.
Ο Χάρος εξαπόστενε
πουρνό πουρνό στα δάση
τον παραγιό του απόστελνε
το θέρισμα μη χάσει.
Οι κοπελιές τραγούδαγαν
πικρό ψωμί με ιδρώτα
κι ο παραγιός απάντησε
κυρά ζωή σαν πρώτα.
Μη τον ακούς μη του μιλάς
μόν’ να τον προσπεράσεις
έχεις στα χέρια σου ίδρωτα
και στη δουλειά μεράκι.
|
O Cháros eluzótane
apovradís st’ astéria
míte fotiá fovótane
míte stavró sta chéria.
Ke san ekalolustike
ke san ekalontíthi
gia tin duliá tu kínise,
sto diáva tu `kimíthi.
Mi ton akus mi tu milás
món’ na ton prosperásis
échi ta kéfia tu ap’ echthés
ke sti duliá lipi o seftés.
O Cháros eksapóstene
purnó purnó sta dási
ton paragió tu apóstelne
to thérisma mi chási.
I kopeliés tragudagan
pikró psomí me idróta
ki o paragiós apántise
kirá zoí san próta.
Mi ton akus mi tu milás
món’ na ton prosperásis
échis sta chéria su ídrota
ke sti duliá meráki.
|