Είχαμε σμίξει, σμίξει και οι δυο
και χρόνια κάναμε, κάναμε χωριό,
μα κάποια νύχτα μ’ άφησε, ε ρε τι ρεζιλίκι,
μ’ αγάπαγε όσο τσίμπαγε στη ζούλα χαρτζιλίκι,
μα κάποια νύχτα μ’ άφησε, ε ρε τι ρεζιλίκι.
Ήμουν στης φτώχιας, στης φτώχιας τον καιρό
και με παράτησε, παράτησε γι’ αυτό,
μα στην καρδιά μου το ‘κλεισα αυτό το ρεζιλίκι,
μ’ αγάπαγε όσο τσίμπαγε αράδα χαρτζιλίκι
μα στην καρδιά μου το ‘κλεισα αυτό το ρεζιλίκι.
Ήρθα στις ρέφες μου, στις ρέφες μου ξανά
κι η βλάμισσα ξαναγυρνά,
την έδιωξα και έπαθε το ίδιο ρεζιλίκι,
γι’ αυτήν η πόρτα έκλεισε και πάει το χαρτζιλίκι,
την έδιωξα και έπαθε το ίδιο ρεζιλίκι.
|
Ichame smíksi, smíksi ke i dio
ke chrónia káname, káname chorió,
ma kápia níchta m’ áfise, e re ti rezilíki,
m’ agápage óso tsíbage sti zula chartzilíki,
ma kápia níchta m’ áfise, e re ti rezilíki.
Ήmun stis ftóchias, stis ftóchias ton keró
ke me parátise, parátise gi’ aftó,
ma stin kardiá mu to ‘klisa aftó to rezilíki,
m’ agápage óso tsíbage aráda chartzilíki
ma stin kardiá mu to ‘klisa aftó to rezilíki.
Ήrtha stis réfes mu, stis réfes mu ksaná
ki i vlámissa ksanagirná,
tin édioksa ke épathe to ídio rezilíki,
gi’ aftín i pórta éklise ke pái to chartzilíki,
tin édioksa ke épathe to ídio rezilíki.
|